σιάξιμο — σιάξιμο, το και σιάσιμο, το, ατος τακτοποίηση, εξομάλυνση, επιδιόρθωση: Το σπίτι θέλει σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιάξιμο — και σάξιμο και σιάσιμο, το, Ν [σιάζω / σιάχνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιάζω, η τοποθέτηση ενός πράγματος σε ευθεία γραμμή, ευθειασμός 2. συνεκδ. α) η τοποθέτηση ενός πράγματος στη σωστή του θέση, τακτοποίηση, διευθέτηση β) η… … Dictionary of Greek
ίσασις — ἴσασις, ἡ (Μ) [ισάζω] επανόρθωση, σιάξιμο … Dictionary of Greek
σάξιμο — το, Ν βλ. σιάξιμο … Dictionary of Greek
σιάση — η, Ν [σιάζω] το σιάξιμο … Dictionary of Greek
σιάσμα — και σάσμα, το, Ν [σιάζω / σάζω] το σιάξιμο … Dictionary of Greek
σιασμός — και σασμός, ο, Ν [σιάζω / σάζω] 1. το σιάξιμο 2. παροιμ. «σιασμός αγιασμός» δηλώνει ότι η συνδιαλλαγή, ο διάλογος είναι σε κάθε περίπτωση ευλογία Θεού … Dictionary of Greek
επισκευή — η η επιδιόρθωση χαλασμένου πράγματος, το επιδιόρθωμα, το σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάξιμο — το βλ. σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάσμα — σάσμα, το και σιάσμα, το βλ. σιάξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβάρνα — η (λ. σλαβ.) 1. είδος γεωργικού εργαλείου που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και το σιάξιμο του χωραφιού μετά το όργωμα. 2. φρ., «Τα παίρνω σβάρνα», παρασύρω και ρίχνω κάτω: Πήρε σβάρνα τις καρέκλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)